- προώνυμος
- προώνῠμος, ον,A called by a name previously, Nonn.D.17.397.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προώνυμος — ον, ΜΑ (στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
προώνυμον — προώνυμος called by a name previously masc/fem acc sg προώνυμος called by a name previously neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek